υφαρπαγή

υφαρπαγή
η
1) вырывание, выхватывание, отнимание (путём жульничества, хитрости); 2) перен. вырывание (обещания, согласия и т. п.);

§ εξ υφαρπαγής — обманом, коварно


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υφαρπαγή" в других словарях:

  • υφαρπαγή — η / ὑφαρπαγή, ΝΑ [ὑφαρπάζω] επιτήδεια λαθραία αρπαγή ενός αντικειμένου, υποκλοπή νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) κάθε ύπουλη ενέργεια που γίνεται με εξαπάτηση («υφαρπαγή τής ψήφου») 2. φρ. α) «υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως» (νομ.) αδίκημα που συνίσταται… …   Dictionary of Greek

  • υφαρπαγή — η 1. η λαθραία και επιτήδεια αρπαγή, η υποκλοπή, το σούφρωμα: Υφαρπαγή του φρουρού. 2. μτφ., κάθε ύπουλη ενέργεια, εξαπάτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑφαρπαγῇ — ὑφαρπάζω snatch away from under aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • τραβηχτός — ή, ό, Ν [τραβώ] 1. τεντωμένος 2. αυτός ο οποίος μπορεί να τραβηχθεί, να συρθεί προς ορισμένη κατεύθυνση 3. το θηλ. ως ουσ. η τραβηχτή η υφαρπαγή χρημάτων, η λήψη χρημάτων με κολακεία ή με εκβιασμό 4. το ουδ. ως ουσ. το τραβηχτό το σχοινί με το… …   Dictionary of Greek

  • υφάρπασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [ὑφαρπάζω] υφαρπαγή …   Dictionary of Greek

  • υφαίρεση — η 1. υφαρπαγή, υπεξαίρεση, υποκλοπή, σούφρωμα. 2. αφαίρεση (βλ. λ.). 3. (γραμμ.), η αποβολή φθόγγου στη μέση λέξης, η συγκοπή, π.χ. περιβόλι περβόλι, πέρυσι πέρσι, σκόροδο σκόρδο. 4. (μαθ.), αριθμητική πράξη για την εύρεση του τόκου που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»